Η καταγωγή της γάτας υπολογίζεται στο 8.000 π.Χ. Ο τόπος που πρωτοεμφανίστηκε ήταν η Αίγυπτος. Η σχέση της με τον άνθρωπο ήταν ιδιαίτερη, γιατί εκτός από κατοικίδιο (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό τον όρο για την κοινωνία της αρχαίας Αιγύπτου) ήταν και αντικείμενο λατρείας. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει «πορτραίτα» της σε τοιχογραφίες ναών ή ακόμα και ταφών όπου ταριχευόταν μαζί με τον αφέντη της.
Οι αυστηροί νόμοι της αρχαίας Αιγύπτου απαγόρευαν την έξοδο της γάτας από τη χώρα. Όμως, η δεινή ικανότητα της για το κυνήγι των τρωκτικών, έκανε πολύ επιθυμητή την παρουσία της στα πλοία. Οι θαλασσοπόροι ήθελαν να έχουν γάτες στα πλοία τους για να κυνηγάνε τα ποντίκια που υπήρχαν στα αμπάρια. Με αυτό τον τρόπο, οι γάτες ταξίδεψαν ανά την υφήλιο και σε συνδυασμό με το γρήγορο πολλαπλασιασμό τους κατάφεραν να εξαπλωθούν σε όλο το γνωστό κόσμο.
Με το πέρασμα των χρόνων, δεν εξαφανίστηκαν, αλλά αντιθέτως διατήρησαν τα χαρακτηριστικά τους. Στην πάροδο των αιώνων έπαιξαν και σημαντικό κοινωνικό ρόλο, όπως στα μέσα του ενδέκατου αιώνα που βοήθησαν στην ύφεση λοιμών, όπως η πανούκλα.
Σήμερα, θεωρούνται από τα πιο διαδεδομένα ζώα στη γη. Για την επιβίωση τους σε φυσικό περιβάλλον, μπορούν να κυνηγήσουν μέχρι και χίλια είδη. Ως οικόσιτες, δεν εκπαιδεύονται σαν το σκύλο, αλλά μπορούν να μάθουν μερικές εντολές.
Ο κοινωνικός τους ρόλος έχει αρχίσει να αναδεικνύεται και στη σημερινή εποχή. Δεν είναι λίγες οι ιατρικές μελέτες και ανακοινώσεις που αναφέρουν ότι άνθρωποι που ζουν με γάτες είναι πιο ήρεμοι και ζουν περισσότερο, λόγω της χαμηλότερης αρτηριακής πίεσης και των λιγότερων καρδιακών προβλημάτων.
Εξ`άλλου, παρόμοιες μελέτες υποστηρίζουν ότι οι «γατόφιλοι» είναι πιο υπομονετικοί και τελειομανείς.